- υποκρατώ
- -έω, ΜΑκρατώ κάτι κρυφό, για τον εαυτό μου («μήδ' ἄχρι ἑνὸς ὀβολοῡ τῶν βασιλικῶν ὑποκρατήσαντα χρημάτων», Άνν. Κομν.)αρχ.1. κρατώ κάτι ώστε να μείνει κλειστό2. καταστέλλω, συγκρατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.